Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βιωσιμότητα η [viosimótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η πιθανότητα, η δυνατότητα κάποιου να επιβιώσει: H ~ της επιχείρησης είναι αμφίβολη.
[λόγ. βιώσιμ(ος) -ότης > -ότητα]