Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βιοψία
1 item total
βιοψία η [viopsía] Ο25 : μικροσκοπική εξέταση τμήματος ιστού που έχει αφαιρεθεί από το σώμα ζωντανού οργανισμού: Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν διάγνωση παρά τις επανειλημμένες βιοψίες.

[λόγ. < γαλλ. biopsie < bi(o)- = βι(ο)- + αρχ. ὄψ(ις) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go