Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βιογένεση η [viojénesi] Ο33 : βιολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί γεννιούνται ή προέρχονται μόνο από όμοιούς τους. ANT αβιογένεση.
[λόγ. < νλατ. biogenesis < bio- = βιο- + αρχ. γένε(σις) -ση]