Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βιβλιοθηκονόμος
1 item total
βιβλιοθηκονόμος ο [vivlioθikonómos] Ο18 θηλ. βιβλιοθηκονόμος [vi vlioθikonómos] Ο35 : ο ειδικός στην οργάνωση και στη λειτουργία βιβλιοθηκών.

[λόγ. βιβλιοθηκο(νομία) -νόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go