Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βδελυγμία η [vδeliγmía] Ο25 : (λόγ.) συναίσθημα αποστροφής, αηδίας· σιχαμάρα. (έκφρ.) μετά βδελυγμίας: Aπορρίπτω / αρνούμαι κτ. μετά βδελυγμίας.
[λόγ. < αρχ. βδελυγμία]