Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βίωμα
2 items total [1 - 2]
βίωμα το [víoma] Ο49 : βαθιά και άμεση εμπειρία που αποκτά κάποιος ζώντας κτ. προσωπικά: Προσωπικά / ατομικά / συλλογικά βιώματα. Θετικά / αρνητικά / τραυματικά βιώματα. Bιώματα της παιδικής / της εφηβικής ηλικίας.

[λόγ. βιω- (δες βιώνω) -μα μτφρδ. γερμ. Εrlebnis]

βιωματικός -ή -ό [viomatikós] Ε1 : που αναφέρεται στα βιώματα ή σχετίζεται με αυτά: Bιωματικό υλικό.

[λόγ. βιωματ- (βίωμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go