Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορώ
1 εγγραφή
αφορώ [aforó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ., στο γ' πρόσ.) : για κτ. το οποίο έχει σχέση με κπ. ή με κτ., που ενδιαφέρει κπ. ή κτ., που αναφέρεται σε κπ. ή σε κτ.: H υπόθεση αφορά τη δικαιοσύνη. Mελέτησα προσεκτικά ό,τι αφορά τη νομική πλευρά του ζητήματος. Εξετάστηκαν όλα τα θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα. Tο υπονοούμενο δεν αφορούσε εσένα / εσάς. Kτ. αφορά εμένα / εσένα / αυτόν ή με / σε / τον αφορά, είναι δικός μου / σου / του λογαριασμός, υπόθεση: Δε με αφορούν οι πολιτικές του πεποιθήσεις. Δε σε αφορούν οι επιπτώσεις του προβλήματος. Ό,τι πω σας αφορά όλους. Ενδιαφέρεται μόνο για ό,τι την αφορά άμεσα. (έκφρ.) όσον αφορά…, σχετικά με: Όσον αφορά τώρα τον αδερφό σου… Όσον αφορά τα έξοδα, θα τα καλύψει η εταιρεία. Όσον αφορά το οικονομικό μέρος του ζητήματος… Όσον αφορά εμένα, δεν πρόκειται να έρθω.

[λόγ. < αρχ. ἀφορῶ `κοιτάζω προσεκτικά, κοιτάζω προς΄ σημδ. γαλλ. regarder (ça me regarde)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες