Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτισμός ο [aftizmós] Ο17 : (ψυχιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση του ατόμου που αποκρούει κάθε επαφή και επικοινωνία με τους άλλους και την πραγματικότητα: Παιδικός ~. Ο ~ των ενηλίκων είναι ένα από τα κύρια συμπτώματα της σχιζοφρένειας.
[λόγ. < γερμ. Autismus < αρχ. αὐτ(ός) `ο ίδιος΄ -ismus = -ισμός]



