Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυλικός -ή -ό [avlikós] Ε1 : α.που ανήκει ή που αναφέρεται στη βασιλική αυλή, που είναι μέλος της, πρόσκειται φιλικά προς αυτήν ή την υπηρετεί· βασιλικός: Aυλική κουστωδία. ~ σύμβουλος / πρωθυπουργός. Aυλικό κόμμα. || (ως ουσ.) ο αυλικός, το μέλος της βασιλικής αυλής. β. που αναφέρεται, που ταιριάζει στους αυλικούς: Aυλική δουλοπρέπεια.
[λόγ. < ελνστ. αὐλικός]