Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυγάζω
1 εγγραφή
αυγάζω [avγázo] Ρ2.1α : (λόγ.) φωτίζω, καταυγάζω, λάμπω.

[λόγ. < αρχ. αὐγάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες