Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλτος
7 εγγραφές [1 - 7]
άσφαλτος η [ásfaltos] Ο36 : 1.φυσικό στερεό μείγμα που έχει μαύρο χρώμα και που ρευστοποιείται μεταξύ 50Φ και 100Φ C. || υπόλειμμα της απόσταξης του πετρελαίου σε μορφή πίσσας. || η πισσάσφαλτος: H ~, φυσική ή τεχνητή, χρησιμοποιείται για να κατασκευάζουμε / για να στρώνουμε δρόμους. 2. το τμήμα του δρόμου που είναι στρωμένο με άσφαλτο, το ασφαλτοστρωμένο κατάστρωμα του δρόμου: Είχε βρέξει και η ~ γλιστρούσε. || (επέκτ.) ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος: Aφήσαμε την άσφαλτο και πήραμε το χωματόδρομο. H ~ έφτανε ως την είσοδο του χωριού.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄσφαλτος, ἡ (& ὁ)· 2: σημδ. γαλλ. asphalte (στη νέα σημ.) < υστλατ. asphaltus < αρχ. ἄσφαλτος]

άσφαλτος ο [ásfaltos] Ο20 : (προφ.) η άσφαλτος2.

[< άσφαλτος η μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος (πρβ. αρχ. ἄσφαλτος ὁ)]

άσφαλτος -η -ο [ásfaltos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) που δεν έχει σφάλει ή που δεν κάνει σφάλματα. || σίγουρος. άσφαλτα ΕΠIΡΡ.

[μσν. άσφαλτος < α- 1 σφαλ- (σφάλλω) -τος]

ασφαλτόστρωμα το [asfaltóstroma] Ο49 : μείγμα από άσφαλτο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται στην ασφαλτόστρωση: Εργοστάσιο παρασκευής ασφαλτοστρώματος. || (επέκτ.) το επίστρωμα από άσφαλτο· η ασφαλτόστρωση: Tο ~ έχει συνήθως πάχος δεκαπέντε χιλιοστά.

[λόγ. η άσφαλτ(ος) -ο- + στρώμα]

ασφαλτοστρώνω [asfaltostróno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω έναν δρόμο, μια πλατεία κτλ. με άσφαλτο: Zητούν από το δήμο να ασφαλτοστρώσει τους δρόμους της συνοικίας. Aσφαλτοστρωμένος δρόμος.

[λόγ. η άσφαλτ(ος) -ο- + στρώνω]

ασφαλτόστρωση η [asfaltóstrosi] Ο33 : η επίστρωση δρόμου, πλατείας κτλ. με άσφαλτο: Συνεργείο ασφαλτοστρώσεων. Ο δήμος ανέλαβε τα έξοδα για την ~ του δρόμου.

[λόγ. ασφαλτοστρω- (δες ασφαλτοστρώνω) -σις > -ση]

ασφαλτόστρωτος -η -ο [asfaltóstrotos] Ε5 : (λόγ.) (για δρόμο, πλατεία κτλ.) που είναι επιστρωμένος με άσφαλτο· ασφαλτοστρωμένος: ~ δρόμος.

[λόγ. ασφαλτοστρω- (δες ασφαλτοστρώνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες