Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αραβόσιτος
1 item total
αραβόσιτος ο [aravósitos] Ο20α : το καλαμπόκι: Άνθος αραβοσίτου.

[λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) -ο- + σίτος μτφρδ. ιταλ. granturco `δημητριακό της “Τουρκίας”, δηλ. εξωτικό΄ ή ιταλ. grano saraceno (γαλλ. sarrasin) `δημητριακό “Σαρακηνό”΄, παλ. όν. των κατοίκων της Aραβίας (κατώτερης ποιότητας δημητριακό)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go