Dictionary of Standard Modern Greek
4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
- απόσπασμα το [apóspazma] Ο49 : 1.μεμονωμένο τμήμα γραπτού ή προφορικού λόγου: Πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων σώθηκαν μόνο σε αποσπάσματα. Στην ομιλία του ο συγγραφέας διάβασε ένα ~ από το τελευταίο βιβλίο του. Δημοσιεύτηκε σε λογοτεχνικό περιοδικό ένα εκτενές ~ από το νέο του μυθιστόρημα. Mεταδόθηκε ένα ~ από τις εργασίες του συνεδρίου. || ~ ποινικού μητρώου / ληξιαρχικής πράξεως, ειδικός τύπος πιστοποιητικού. 2. (στρατ.) τμήμα στρατού ή αστυνομίας που συγκροτήθηκε προσωρινά για να εκτελέσει ορισμένη υπηρεσία: Tιμητικό / εκτελεστικό / καταδιωκτικό ~. Στέλνω κπ. στο ~, τον καταδικάζω σε θάνατο με τουφεκισμό ή τον τουφεκίζω και με επέκταση, τον τιμωρώ πολύ σκληρά.
[λόγ. < αρχ. ἀπόσπασμα `κομμένο κομμάτι΄, σημδ.: 1: νλατ. fragmentum & γαλλ. fragment, extrait· 2: γαλλ. détachement]
- αποσπασματάρχης ο [apospazmatárxis] Ο10 : (στρατ.) διοικητής αποσπάσματος.
[λόγ. αποσπασματ- (απόσπασμα)2 + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef de détachement]
- αποσπασματικός -ή -ό [apospazmatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μέρος και όχι στο σύνολο, που δεν είναι πλήρης και ολόπλευρος: Έχουμε ελλιπείς πληροφορίες που μας δίνουν μια αποσπασματική εικόνα της κατάστασης.
αποσπασματικά ΕΠIΡΡ: H οικονομική κρίση αντιμετωπίζεται πρόχειρα και ~. [λόγ. αποσπασματ- (απόσπασμα)1 -ικός μτφρδ. γαλλ. fragmentaire]
- αποσπασματικότητα η [apospazmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποσπασματικού: H ~ των οικονομικών μέτρων ήταν η βασική αιτία της αποτυχίας τους.
[λόγ. αποσπασματικ(ός) -ότης > -ότητα]