Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκατασταίνω
1 εγγραφή
αποκατασταίνω [apokatasténo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (προφ.) αποκαθιστώ, ιδίως στη σημ. 2α.

[μσν. αποκατασταίνω < ελνστ. ἀποκαθιστῶ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποκαταστ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες