Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαθίσταμαι
1 εγγραφή
αποκαθιστώ [apokaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αποκατέστησα και αποκατάστησα, απαρέμφ. αποκαταστήσει, παθ. αόρ. αποκαταστάθηκα, απαρέμφ. αποκατασταθεί, μππ. και αποκατεστημένος : 1α.επαναφέρω κτ. ή κπ. στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση κτλ.: ~ μια βλάβη, τη διορθώνω. ~ μια ζημιά, την επανορθώνω: ~ τις ζημιές των σπιτιών από τους σεισμούς. ~ τις ζημιές των αγροτών από τις πλημμύρες. ~ μια αδικία, την αίρω, την επανορθώνω. ~ την τάξη (που διασαλεύτηκε). ~ την τηλεφωνική επικοινωνία / την κυκλοφορία των οχημάτων / τη λειτουργία του αεροδρομίου (που διακόπηκε). ~ την εθνική / την κομματική ενότητα (που διαταράχτηκε). ~ τη δημοκρατία (που καταργήθηκε, που ανατράπηκε). ~ την αλήθεια (που διαστρεβλώθηκε). ~ την τιμή / την υπόληψή μου (που θίχτηκε, που προσβλήθηκε). H υγεία του αποκαταστάθηκε, ανέρρωσε πλήρως. Aποκαθίσταμαι επαγγελματικά, βρίσκω μια σταθερή και ικανοποιητική εργασία, απασχόληση. β. ~ κτίριο / μνημείο, επαναφέρω ένα κτίσμα στην αρχική του μορφή με αναστηλωτικές ή επισκευαστικές εργασίες ή και με απομάκρυνση πρόσθετων στοιχείων. || ~ ένα κείμενο, το επαναφέρω όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή επανορθώνοντας τις φθορές, τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί. || (γλωσσ.) ~ μια λέξη / ένα γλωσσικό τύπο κτλ., για λέξη / γλωσσικό τύπο που δε μαρτυρείται, εικάζω την ύπαρξή του: Aποκατεστημένοι τύποι της ινδοευρωπαϊκής. 2α. εξασφαλίζω το μέλλον κάποιου (κυρ. οικονομικά): Πριν πεθάνει φρόντισε να αποκαταστήσει τα παιδιά του. || (ειδικότ. για γυναίκα) παντρεύω. β. εγκαθιστώ κπ. κάπου και τον εξασφαλίζω οικονομικά: H πολιτεία πρέπει να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες / τους σεισμόπληκτους / τους ακτήμονες. 3. αποδίδω σε κπ. κτ. που το στερήθηκε, που του αφαιρέθηκε προηγουμένως: Mετά την πτώση της δικτατορίας, η πολιτεία αποκατέστησε όσους διώχθηκαν από το στρατιωτικό καθεστώς. Aναγνώρισαν την αδικία που διαπράχθηκε εις βάρος του και τον αποκατέστησαν πλήρως.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκαθιστῶ (αρχ. ἀποκαθίστημι) (2α: λόγ. επίδρ. στο μσν. αποκατασταίνω < ελνστ. ἀποκαθιστῶ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποκαταστ-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες