Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεριτίφ
1 εγγραφή
απεριτίφ το [aperitíf] Ο (άκλ.) : ποτό που πίνεται πριν από το φαγητό για να ανοίξει την όρεξη: Θα πάρετε ένα ~; Tι θα πιείτε για ~;

[λόγ. < γαλλ. apéritif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες