Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιύλη η [andiíli] Ο25 : (φυσ.) ύλη που την αποτελούν σωματίδια με ηλεκτρικά φορτία αντίθετα από αυτά της κανονικής ύλης.
[λόγ. αντι- + ύλη μτφρδ. αγγλ. antimatter (anti- = αντι-)]
- αντιυπερτασικός -ή -ό [andiipertasikós] Ε1 : που καταπολεμά την υπέρταση: Aντιυπερτασικά φάρμακα.
[λόγ. αντι- + υπέρτασ(ις) -ικός μτφρδ. αγγλ. antihypertensive (anti- = αντι-, hypertantion = υπέρτασις)]