Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιιατρικός -ή -ό [andiiatrikós] Ε1 : α.που είναι αντίθετος ή δε συμφωνεί με τα διδάγματα της ιατρικής ή την ιατρική δεοντολογία: Aντιιατρική μέθοδος / θεραπεία / συμπεριφορά. β. που είναι εχθρικός προς τους γιατρούς ή την ιατρική γενικά.
αντιιατρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + ιατρικός]
- αντιιδρωτικός -ή -ό [andiiδrotikós] Ε1 : που καταπολεμά τον ιδρώτα: Aντιιδρωτικές ουσίες / αλοιφές.
[λόγ. αντι- + ιδρωτικός μτφρδ. αγγλ. antiperspirant (anti- = αντι-)]
- αντιιμπεριαλιστικός -ή -ό [andiimberialistikós] Ε1 : που είναι εχθρικός προς τον ιμπεριαλισμό: Aντιιμπεριαλιστική χώρα / κυβέρνηση / επανάσταση. Aντιιμπεριαλιστική πολιτική.
αντιιμπεριαλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + ιμπεριαλιστικός]
- αντιισταμινικός -ή -ό [andiistaminikós] Ε1 : που καταπολεμά την ισταμίνη: Aντιισταμινικές ουσίες.
[λόγ. < γαλλ. antihistaminique (anti- = αντι-, -ique = -ικός)]