Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιε*
14 εγγραφές [1 - 10]
αντεισαγγελέας ο [andisangeléas] Ο21 θηλ. αντεισαγγελέας [andisange léas] & αντιεισαγγελέας ο [andiisangeléas] Ο21 θηλ. αντιεισαγγελέας [andiisange léas] : βαθμός δικαστικού λειτουργού που αναπληρώνει ή εκτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον εισαγγελέα· ~ Aρείου Πάγου / Εφετών / Πρωτοδικών.

[λόγ. αντ(ι)-, αντι- + εισαγγελ(εύς) -έας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αντεισήγηση η [andisíjisi] & αντιεισήγηση η [andiisíjisi] Ο33 : εισήγηση που αντικρούει άλλη εισήγηση.

[λόγ. αντ(ι)-, αντι- + εισήγη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. contre-proposition]

αντεισηγούμαι [andisiγúme] & αντιεισηγούμαι [andiisiγúme] Ρ10.9β : εισηγούμαι κτ. αντίθετο προς άλλη εισήγηση· κάνω αντεισήγηση.

[λόγ. αντ(ι)-, αντι- + εισηγούμαι]

αντεπαναστατικός -ή -ό [andepanastatikós] & αντιεπαναστατικός -ή -ό [andiepanastatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην αντεπανάσταση ή στον αντεπαναστάτη: Aντεπαναστατική ιδεολογία / ενέργεια.

[λόγ. αντεπαναστάτ(ης) -ικός· αντικατάσταση του αντ(ι)- με το αντι-]

αντιεθνικιστικός -ή -ό [andieθnikistikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός στον εθνικισμό: Aντιεθνικιστική προπαγάνδα / πολιτική / ιδεολογία. αντιεθνικιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + εθνικιστικός]

αντιεκκλησιαστικός -ή -ό [andieklisiastikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από αντίθεση ή εχθρότητα προς την εκκλησία: Aντιεκκλησιαστική πολιτική.

[λόγ. αντι- + εκκλησιαστικός κατά το αντικληρικός]

αντιεκπαιδευτικός -ή -ό [andiekpeδeftikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός στην εκπαίδευση ή στους εκπαιδευτικούς: Aντιεκπαιδευτική πολιτική. Ένας ~ νόμος.

[λόγ. αντι- + εκπαιδευτικός]

αντιεμετικός -ή -ό [andiemetikós] Ε1 : που καταπολεμά τον εμετό ή την τάση για εμετό: Aντιεμετικά φάρμακα. || (ως ουσ.) το αντιεμετικό.

[λόγ. < γαλλ. antiémétique < anti- = αντι- + émétique = εμετικός]

αντιεμπορικός -ή -ό [andiemborikós] Ε1 : (συνήθ. για καλλιτεχνική παραγωγή, πνευματική δημιουργία κτλ.) που δεν αποφέρει κέρδη γιατί δεν απευθύνεται ή δεν ικανοποιεί το πλατύ κοινό: Aντιεμπορική ταινία. || για καλλιτέχνη ή πνευματικό δημιουργό: ~ σκηνοθέτης.

[λόγ. αντι- + εμπορικός μτφρδ. αγγλ. uncommercial]

αντιένζυμο το [andiénzimo] Ο40 : (βιοχημ.) ουσία που εξουδετερώνει τη δράση των ενζύμων: Σε κάθε ένζυμο θεωρητικά αντιστοιχεί ένα ~.

[λόγ. < διεθ. anti- = αντι- + enzyme = ένζυμον]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες