Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανταγωνιστής
1 item total
ανταγωνιστής ο [andaγonistís] Ο7 θηλ. ανταγωνίστρια [andaγonístria] Ο27 : αυτός που ανταγωνίζεται κπ.: Tον καταστρέψανε οι ανταγωνιστές του. || (ως επίθ.): Aνταγωνίστριες εταιρείες / βιομηχανίες.

[λόγ. < αρχ. ἀνταγωνιστής· λόγ. ανταγωνισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go