Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανδριάντας ο [anδriándas] Ο2 : τιμητικό ολόσωμο άγαλμα επιφανούς προσώπου: Xάλκινος ~. Οι μαρμάρινοι ανδριάντες του Kοραή και του Ρήγα στα προπύλαια του πανεπιστημίου. Για να τιμήσουν τον ευεργέτη της πατρίδας τους, του έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα.
[λόγ. < αρχ. ἀνδριάς, αιτ. -άντα]