Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπηρία
1 εγγραφή
αναπηρία η [anapiría] Ο25 : 1.έλλειψη αρτιμέλειας και γενικότερα σωματική ή πνευματική ανικανότητα: ~ λόγω ατυχήματος / γήρατος. Σωματική / πνευματική ~. Παίρνει σύνταξη λόγω αναπηρίας. || (νομ.): Mερική / ολική ~. Ποσοστό αναπηρίας. 2. (μτφ.) για κακή κατάσταση ή λειτουργία ιδίως σε ανθρώπινα σύνολα, δραστηριότητες κτλ.: H ~ της πολιτικής μας ζωής.

[λόγ. < αρχ. ἀναπηρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες