Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αναβλύζω [anavlízo] Ρ αόρ. ανάβλυσα και ανέβλυσα, απαρέμφ. αναβλύσει & αναβρύζω [anavrízo] Ρ αόρ. ανάβρυσα και ανέβρυσα, απαρέμφ. αναβρύσει : για νερό ή για άλλο υγρό το οποίο, καθώς πηγάζει, αναπηδά προς τα πάνω: Aπό την πηγή / από το βράχο άρχισε να αναβλύζει πεντακάθαρο νερό. Πετρέλαιο ανάβλυσε από το νέο πηγάδι. || (επέκτ.): Tο αίμα αναβλύζει με ορμή από την κομμένη αρτηρία. Ο ιδρώτας του ανάβλυζε ποτάμι. Aνάβλυσαν δάκρυα από τα μάτια του. || (μτφ.): Ένας χείμαρρος από λέξεις ανάβλυσε από το στόμα του.
[λόγ. < αρχ. ἀναβλύζω· ελνστ. ἀναβρ(ύω) μεταπλ. -ύζω με βάση το συνοπτ. θ. αναβρυσ- κατά το σχ.: ποτισ- (πότισα) - ποτίζω]