Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναβιώνω
1 item total
αναβιώνω [anavióno] Ρ1α : για ήθη, έθιμα, τάσεις κτλ., επαναφέρω κτ. που είχε εγκαταλειφθεί, είχε ξεχαστεί ή είχε ατονήσει: Tο έθιμο του βλάχικου γάμου αναβιώνει στις μέρες μας.

[λόγ. < αρχ. ἀναβι(ῶ) `επιστρέφω στη ζωή΄ -ώνω σημδ. αγγλ. revive]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go