Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέπαφος -η -ο [anépafos] Ε5 : που δεν τον άγγιξαν καθόλου, δεν τον χρησιμοποίησαν ή δεν του προξένησαν καμιά φθορά ή βλάβη: Άφησε το φαγητό του ανέπαφο. Tα βιβλία επιστράφηκαν ανέπαφα.
[λόγ. < αρχ. ἀνέπαφος]