Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανέπαφη
1 item total
ανέπαφος -η -ο [anépafos] Ε5 : που δεν τον άγγιξαν καθόλου, δεν τον χρησιμοποίησαν ή δεν του προξένησαν καμιά φθορά ή βλάβη: Άφησε το φαγητό του ανέπαφο. Tα βιβλία επιστράφηκαν ανέπαφα.

[λόγ. < αρχ. ἀνέπαφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go