Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέλπιστος
1 εγγραφή
ανέλπιστος -η -ο [anélpistos] Ε5 : που δεν τον περιμένουμε να συμβεί, που συμβαίνει αντίθετα προς ό,τι ελπίζουμε ή προβλέπουμε· απροσδόκητος, απρόβλεπτος, απρόσμενος: H υπόθεση είχε ένα πρωτότυπο και ανέλπιστο τέλος. Mας βρήκε ανέλπιστο κακό / καλό. Aνέλπιστη ευτυχία / χαρά / τύχη. Aν γίνει κάτι τέτοιο, αυτό θα είναι από τα ανέλπιστα. ανέλπιστα ΕΠIΡΡ απροσδόκητα, απρόσμενα: Ύστερα από χρόνια πολλά και εντελώς ~ συναντηθήκαμε πάλι.

[αρχ. ἀνέλπιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες