Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμφορέας
1 item total
αμφορέας ο [amforéas] Ο21 : (αρχαιολ.) μεγάλο, συνήθ. πήλινο αγγείο, με σφαιρικό ή ωοειδές σώμα, οξεία συνήθ. απόληξη, χαμηλό λαιμό και δύο λαβές, στο οποίο τοποθετούσαν λάδι, κρασί, μέλι κτλ. για αποθήκευση ή μεταφορά: Παναθηναϊκός / αττικός / ρωμαϊκός ~.

[λόγ. < αρχ. ἀμφορεύς, αιτ. -έα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go