Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμετάβατος -η -ο [ametávatos] Ε5 : (γραμμ.) αμετάβατο ρήμα, που η ενέργεια του υποκειμένου του δεν επηρεάζει άλλη λέξη, και επομένως αυτό δεν παίρνει αντικείμενο. ANT μεταβατικός.
[λόγ. < ελνστ. ἀμετάβατος]