Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλυχτώ
1 item total
αλυχτώ [alixtó] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ. για σκύλο) γαβγίζω: Aλυχτούσαν όλη νύχτα τα σκυλιά. || (επέκτ. για άλλα ζώα): Aλυχτάει η αλεπού / ο λύκος / το τσακάλι, ουρλιάζει.

[μσν. αλυχτώ < αρχ. ὑλακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και τροπή [i > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-il > nal > n-al] ή μέσω του ελνστ. τ. ἀλυκτῶ (κρητική διάλ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go