Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ακρογωνιαίος
1 item total
ακρογωνιαίος -α -ο [akroγoniéos] Ε4 : 1.(έκφρ.) ~ λίθος: α. που βρίσκεται στην ακμή της γωνίας που σχηματίζουν δύο τοίχοι. β. (μτφ.) η βάση, το θεμέλιο, το κύριο στήριγμα: H συζυγική αφοσίωση και πίστη είναι ο ~ λίθος της οικογένειας. Ο Xριστός είναι ο ~ λίθος της Εκκλησίας. 2. που σ΄ αυτόν θεμελιώνεται και στηρίζεται κατά κύριο λόγο κτ.· βασικός, θεμελιακός: H έννοια της Aγίας Tριάδας αποτελεί το ακρογωνιαίο δόγμα του Xριστιανισμού.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρογωνιαῖος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go