Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροβολίζομαι
1 εγγραφή
ακροβολίζομαι [akrovolízome] Ρ2.1β : (συνήθ. στρατ.) α. παίρνω σκόρπιες και ακραίες θέσεις: Ο λόχος ακροβολίστηκε πίσω από δέντρα και θάμνους. Οι στρατιώτες ανέβαιναν την πλαγιά ακροβολισμένοι. β. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικές βολές, προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη. γ. (μτφ.) αψιμαχώ.

[λόγ. < αρχ. ἀκροβολίζομαι `ρίχνω βέλη από μακριά΄ κατά τη σημ. της λ. ακροβολισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες