Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριτομυθία
1 εγγραφή
ακριτομυθία η [akritomiθía] Ο25 : α.το να μιλά κάποιος άκριτα και απερίσκεπτα, αποκαλύπτοντας έτσι ένα μυστικό. β. λόγος άκριτος και απερίσκεπτος που αποκαλύπτει κτ. κρυφό: Πληροφορήθηκα τις προθέσεις του από ακριτομυθίες των φίλων του.

[λόγ. < μσν. ακριτομυθία < ακριτόμυθ(ος) -ία κατά το ελνστ. ἐχεμυθία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες