Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιχμαλωτίζω
1 εγγραφή
αιχμαλωτίζω [exmalotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω κπ. αιχμάλωτο: ~ ένα άγριο ζώο / πουλί. Kυρίεψαν την πόλη, έσφαξαν τους άντρες κι αιχμαλώτισαν τα γυναικόπαιδα. Aιχμαλωτίστηκε από τους ληστές. β. (για στρατιωτικό) αιχμαλωτίζω κατά τη διάρκεια του πολέμου: ~ ένα στρατιώτη / έναν αξιωματικό / ένα λόχο / τάγμα / εχθρικό πλοίο. Ολόκληρη μεραρχία κυκλώθηκε κι αιχμαλωτίστηκε. 2. (μτφ.) α. συγκρατώ ή διατηρώ κτ.: Ο φωτογραφικός φακός αιχμαλωτίζει τη χρονική στιγμή. β. κερδίζω το θαυμασμό, την αγάπη, την προσοχή ή την εμπιστοσύνη κάποιου, έτσι ώστε η βούληση ή οι ενέργειές του να εξαρτώνται από μένα: ~ το θεατή / τον ακροατή / το συνομιλητή μου. H ευγένεια και η προθυμία του αιχμαλωτίζουν. Aιχμαλωτίστηκε από τη γοητεία της.

[λόγ.: 1: ελνστ. αἰχμαλωτίζω· 2: σημδ. γαλλ. captiver]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες