Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αιτίαση
1 item total
αιτίαση η [etíasi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) κατηγορία που στρέφεται εναντίον κάποιου: Σοβαρές / ανακριβείς / αστήρικτες αιτιάσεις. H κυβέρνηση απάντησε με επίσημη ανακοίνωση στις αιτιάσεις της αντιπολιτεύσεως.

[λόγ. < αρχ. αἰτία(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go