Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αισιόδοξος -η -ο [esióδoksos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία. ANT απαισιόδοξος: ~ άνθρωπος. Aισιόδοξη διάθεση / ιδιοσυγκρασία / πρόβλεψη / άποψη. Ο γιατρός παραμένει ~ παρά την κρισιμότητα της καταστάσεως του αρρώστου. || (για τη φιλοσοφική αισιοδοξία): ~ φιλόσοφος / καλλιτέχνης. Aισιόδοξη ιδεολογία.
αισιόδοξα ΕΠIΡΡ: Aτενίζει ~ τη ζωή / το μέλλον. [λόγ. αίσι(ος) -ο- + δόξ(α) -ος]