Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αιμοφιλία η [emofilía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε έλλειψη πήξεως του αίματος και εκδηλώνεται ως αδυναμία διακοπής της αιμορραγίας.
[λόγ. < γαλλ. hémophilie < hémo- = αιμο- + -philie = -φιλία]