Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αιγίδα
1 item total
αιγίδα η [ejíδa] Ο26 : μόνο στην έκφραση υπό την ~, (με γεν.) με την επίσημη υποστήριξη (ηθική ή υλική) κάποιου· ΣYN έκφρ. υπό την προστασία: Yπό την ~ του κράτους / του ΟHΕ. Ο αντικαρκινικός έρανος τελεί υπό την ~ του Yπουργείου Yγείας.

[λόγ. < αρχ. αἰγίς, αιτ. -ίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go