Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αθλιότητα
1 item total
αθλιότητα η [aθliótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι άθλιος1. α. πολύ κακή κατάσταση: Οικονομική / κοινωνική / πνευματική / ηθική ~. H χώρα θα βυθιστεί στην ~, αν παραμελήσει την εκπαίδευση. || δυστυχία, ταλαιπωρία: Zει σε μεγάλη ~. β. (συνήθ. πληθ.) ανήθικη πράξη: Έκανε πολλές αθλιότητες για να πλουτίσει.

[λόγ. < αρχ. ἀθλιότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go