Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αθλητικογράφος
1 item total
αθλητικογράφος ο [aθlitikoγráfos] Ο18 θηλ. αθλητικογράφος [aθlitikoγráfos] Ο35 : δημοσιογράφος ειδικός σε αθλητικά θέματα που αρθρογραφεί σε εφημερίδα ή σε περιοδικό· αθλητικός συντάκτης.

[λόγ. αθλητικ(ά) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go