Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγώνισμα
1 item total
αγώνισμα το [aγónizma] Ο49 : 1.άθλημα που γίνεται σε αθλητικούς αγώνες με στόχο το συναγωνισμό των αθλητών για τη νίκη: Tο ~ της πάλης / της σφαιροβολίας / της δισκοβολίας. Aγωνίσματα δρόμου / ρίψεων / κολύμβησης. Aγωνίσματα στίβου. Συμμετοχή σε ορισμένο ~. Πρώτος / δεύτερος / τρίτος νικητής στο ~ του μαραθώνιου δρόμου. 2. (μτφ., λογοτ.) έντονη ή επίμονη προσπάθεια για κτ.: Ένα πνευματικό / ηθικό ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγώνισμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go