Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγωγιάτης
1 item total
αγωγιάτης ο [aγojátis] Ο10 θηλ. αγωγιάτισσα [aγojátisa] Ο27 : επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτηγό ζώο: ~ με μουλάρια / άλογα. ΠAΡ ΦΡ το αγώι* ξυπνάει τον αγωγιάτη.

[μσν. αγωγιάτης < αγώγ(ιον) -ιάτης· αγωγιάτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go