Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αγορανόμος ο [aγoranómos] Ο18 : 1.υπάλληλος της αγορανομίας: Εργάζεται ως ~. 2. (ιστ.) αξιωματούχος στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη.
[λόγ.: 2: αρχ. ἀγορανόμος· 1: σημδ. γαλλ. contrἄleur de marché & αγγλ. market inspec tor]