Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκίδα
1 εγγραφή
αγκίδα η [angíδa] & αγκίθα η [angíθa] Ο26 : πάρα πολύ μικρό και λεπτό κομμάτι ξύλου μυτερό σαν καρφίτσα: Tο ξύλο είναι γεμάτο αγκίδες. Mπήκε μια ~ στο νύχι μου.

[μσν. αγκίδα < αρχ. ἀκίς, αιτ. -ίδα `βελόνα, αγκίδα΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι· αγκίθα: επίδρ. του αγκάθι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες