Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έπαθλο
1 item total
έπαθλο το [épaθlo] Ο40 : κάθε αγαθό, συνήθ. υλικό, που ορίζεται να δοθεί ως τιμητική διάκριση σ΄ αυτόν που θα κερδίσει σε ορισμένο αθλητικό αγώνα ή άλλο σχετικό συναγωνισμό: Aπονέμω ένα ~. Kερδίζω το ~. Xρηματικό ~.

[λόγ. < αρχ. ἔπαθλον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go