Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένδεια
1 εγγραφή
ένδεια η [énδia] Ο27 : (λόγ.) 1. η μη ύπαρξη, η απουσία πραγμάτων που είναι αναγκαία (παντελώς ή σε επαρκή ποσότητα)· έλλειψη ή ανεπάρκεια: Παντελής / πλήρης ~. ~ χρημάτων / οικονομικών πόρων. || (μτφ.): ~ επιχειρημάτων. ~ νέων προτάσεων. Πνευματική ~. 2. φτώχεια, ανέχεια: Bρίσκεται σε έσχατη ~, δεν έχει τα προς το ζην, είναι πάμφτωχος.

[λόγ. < αρχ. ἔνδεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες