Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έγκαιρο
2 items total [1 - 2]
έγκαιρος -η -ο [éngeros] Ε5 : που γίνεται, εκδηλώνεται στην κατάλληλη στιγμή, χωρίς καθυστέρηση και προτού να συμβεί κτ. άλλο: Σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση των γιατρών. H έγκαιρη παρέμβασή τους απέτρεψε το χειρότερο. έγκαιρα* & εγκαίρως* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἔγκαιρος]

εγκαιροφλεγής -ής -ές [engeroflejís] Ε10 : για οβίδα, βλήμα κτλ., που μπορεί να ρυθμίζεται έτσι, ώστε να αναφλέγεται σε ορισμένο σημείο της τροχιάς του.

[λόγ. έγκαιρ(ος) -ο- + φλεγ- (φλέγομαι) -ής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go