Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσβηστος
1 εγγραφή
άσβηστος -η -ο [ázvistos] Ε5 : 1.που δεν έσβησε ή που δεν τον έσβησαν: H φωτιά είναι ακόμα άσβηστη. Άφησε τη φωτιά άσβηστη. 2. (μτφ.) άσβεστος2.

[μσν. άσβηστος < αρχ. ἄσβεστος κατά το σβέννυμι > σβήνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες