Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άρκτος
1 item total
άρκτος η [árktos] Ο35 : 1.(λόγ.) η αρκούδα: Πολική / λευκή ~. 2. Άρκτος: α. (αστρον.) ονομασία δύο αστερισμών του βόρειου ημισφαιρίου: Mεγάλη / Mικρή ~. β. (παρωχ.) ο Bορράς.

[λόγ. < αρχ. ἄρκτος, Ἄρκτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go