Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άθληση
1 item total
άθληση η [áθlisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθλούμαι: H ~ είναι ωφέλιμη, όταν γίνεται με μέτρο. 2. (μτφ., σπάν.) α. άσκηση ή εξάσκηση σε κτ.: H ~ της ελευθερίας / αρετής. Πνευματική / ηθική ~. H παιδεία είναι ~ του πνεύματος. β. μεγάλη ταλαιπωρία ή δοκιμασία· (πρβ. μαρτύριο): Οι σκλαβωμένοι Έλληνες συγκινούνταν από τις αθλήσεις των νεομαρτύρων.

[λόγ. < ελνστ. ἄθλη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go