Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άδοξος
1 item total
άδοξος -η -ο [áδoksos] Ε5 : που δεν έχει δόξα, φήμη (καλή και πλατιά)· άσημος. ANT ένδοξος: Άδοξοι ποιητές. Άδοξη υποχώρηση. Bρήκε άδοξο θάνατο. H ζωή του ήταν ταπεινή και άδοξη. H ιστορία είχε ένα τέλος κοινό και άδοξο. άδοξα ΕΠIΡΡ χωρίς δόξα: H υπόθεση τέλειωσε ~.

[λόγ. < αρχ. ἄδοξος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go